- αμάχητος
- -η, -ο (Α ἀμάχητος, -ον)νεοελλ.αδιάσειστος, ατράνταχτος (για επιχειρήματα, τεκμήρια)αρχ.1. ακαταμάχητος, ακαταγώνιστος2. αυτός που δεν πήρε ακόμη μέρος σε μάχη3. ο δίχως μάχη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + μαχητός < μά-χομαι.ΠΑΡ. αμαχητί].
Dictionary of Greek. 2013.